Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
25 / 7 / 2023

(Μια επανάληψη από το παλιό blog.)

 

Το πρώτο είδος που με προσέλκυσε να διαβάσω βιβλία ήταν η φανταστική λογοτεχνία. Οτιδήποτε άλλο πριν από αυτό δεν αισθανόμουν να με τραβά αρκετά ώστε να καθίσω και να προσηλωθώ επάνω σ’ένα βιβλίο για ψυχαγωγικούς λόγους. Κι όταν σε προσελκύει η φανταστική λογοτεχνία το πρώτο πράγμα που συναντούσες την εποχή που ξεκίνησα να διαβάζω (αλλά και σήμερα, πιθανώς) ήταν η ηρωική/επική φαντασία.

Κάτι με είχε κάνει να κολλήσω πολύ άσχημα μ’αυτό το είδος. Ίσως να ήταν η αίσθηση της περιπέτειας· ίσως να ήταν οι μακρινοί, αρχαϊκοί κόσμοι· ίσως τα παράξενα, μαγικά όντα·  ίσως η όλη μαγική αίσθηση που σου δημιουργεί. Ίσως να μην ήταν τίποτα από αυτά, ή όλα αυτά μαζί.

Η επιστημονική φαντασία που έβρισκα ποτέ δεν αισθάνθηκα να με έλκει το ίδιο. Συνήθως ήταν στημένη σε μια μελλοντική γη, ή έλεγε τι θα γίνει όταν βγούμε στο διάστημα. Αλλά εμένα εκείνο που ανέκαθεν με σαγήνευε ήταν οι ευφάνταστες εναλλακτικές πραγματικότητες, όχι απαραιτήτως το μέλλον. Δεν ήμουν μελλοντολόγος ή μελλοντόπληκτος. (Ούτε και τώρα θεωρώ τον εαυτό μου “μελλοντολόγο”, αν και δεν είμαι εναντίον της μελλοντολογίας. Μάλλον το αντίθετο.)

Αλλά, όταν έχεις μαγευτεί από την επική/ηρωική φαντασία, κάνεις το λάθος ν’αρχίζεις να πιστεύεις ότι κάθε φανταστική λογοτεχνία πρέπει να είναι αυτού του τύπου. Αρχίζεις να γουστάρεις τόσο πολύ τα αρχαϊκά βασίλεια, τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες, τους πολεμιστές με τα σπαθιά και τα τόξα, τους καβαλάρηδες με τις λόγχες και τις ασπίδες, και τους μυστηριώδεις μάγους, που δεν μπορείς να φανταστείς η φανταστική λογοτεχνία να είναι τίποτε άλλο.

Προβληματικό αυτό. Γιατί η φανταστική λογοτεχνία είναι, εξ ορισμού, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Και πρέπει να μπορείς να φανταστείς οτιδήποτε, όχι μόνο σπαθοφόρους μαχητές σε αρχαϊκά σκηνικά.

Διαβάζοντας, αλλά, κυρίως, γράφοντας, έφτασα σταδιακά σ’αυτή τη συνειδητοποίηση.

Όταν άρχισα να γράφω τις ιστορίες από το Θρυμματισμένο Σύμπαν, είχα ήδη αποφασίσει ότι θα γράψω κάτι που είναι ό,τι μπορείς να φανταστείς, όχι ό,τι έχει συνηθιστεί να λέγεται fantasy. Αλλά, ακόμα και καθώς ξεκινούσα να γράφω τις πρώτες ιστορίες στο Θρυμματισμένο Σύμπαν, κάτι μού έμοιαζε αταίριαστο. Σαν να μην έπρεπε, για κάποιο λόγο, να είναι έτσι. Ή σαν να μην ήμουν βέβαιος για διάφορα πράγματα – όπως πώς περιγράφεις ένα όχημα, ή μια πόλη που δεν είναι αρχαϊκού τύπου, πώς τα εντάσσεις μέσα στην ιστορία έτσι ώστε να σου φαίνονται φυσικά.

Ήταν επειδή είχα συνηθίσει να γράφω συνέχεια σε αρχαϊκά σκηνικά. Οι ιστορίες εκείνες του Θρυμματισμένου Σύμπαντος δεν είχαν κανένα αντικειμενικό πρόβλημα στο πώς παρουσιάζονται τα στοιχεία τους. Το πρόβλημα ήταν δικό μου. Στη δική μου αντίληψη. Στο πώς είχα μάθει να φαντάζομαι. Στο Θρυμματισμένο Σύμπαν δεν είχα κάτι καθορισμένο που το παίρνεις “όπως είναι” και γράφεις πάνω σ’αυτό. Δεν ήταν ένα σκηνικό που το βγάζεις έτοιμο από το κουτί. Ήταν, και είναι, ένα σκηνικό που πρέπει να το φανταστείς από το μηδέν, γιατί ακολουθεί τις δικές του αρχές και τους δικούς του νόμους.

Και νομίζω πως αυτό είναι κάτι που γενικά οφείλει να επιδιώκει η φανταστική λογοτεχνία. Το να πλάθεις όσο το δυνατόν πιο ευφάνταστα αλλά συγχρόνως καλοδομημένα πράγματα. Και είναι κάτι που μου φαίνεται ότι έχει δυστυχώς παραγκωνιστεί, ακόμα και στο εξωτερικό (γιατί στην Ελλάδα η κατάσταση είναι φανερά τραγική – όταν γράφεις ευφάνταστες ιστορίες σε θεωρούν γαμημένο εγκληματία). Έχει συνηθιστεί να μιλάμε για τυποποιημένα πράγματα, ενώ θα έπρεπε να αναζητούμε τα πράγματα που δεν είναι τυποποιημένα.

Εξάλλου, σκέψου από πού ξεκίνησε η φανταστική λογοτεχνία… Σίγουρα όχι από τους εμπόρους που πουλάνε συνήθως το ίδιο πράγμα, συνεχώς στην ίδια συσκευασία…

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]